ζῳδιακῶν

ζῳδιακῶν
ζῳδιακός
of
fem gen pl
ζῳδιακός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

  • κυρτοειδής — κυρτοειδής, ές (Α) 1. χαρακτηρισμός τών ζωδιακών σημείων στα οποία γεννιώνται οι κυφοί, οι καμπούρηδες 2. (για τη σελήνη) κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • μεσεμβόλημα — μεσεμβόλημα, ατος, τὸ (Α) [μεσεμβολώ] 1. η απόσταση ή το διάστημα μεταξύ δύο ζωδιακών σημείων 2. παρένθεση, παρεμβολή …   Dictionary of Greek

  • τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας …   Dictionary of Greek

  • ζωδιακός κύκλος — (Αστρον.). Ζώνη της ουράνιας σφαίρας, πλάτους 18° (9° από κάθε πλευρά της εκλειπτικής,) στην οποία περιλαμβάνονται οι δώδεκα ζωδιακοί αστερισμοί. Προς το κέντρο της ζώνης αυτής ο Ήλιος διαγράφει τη φαινομενική του κίνηση και μέσα σε αυτήν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”